γρίλια

γρίλια
η
(λ. γαλλ.), ξύλινες οριζόντιες σανίδες στο παντζούρι που είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μπαίνει το φως και ο αέρας: Ο ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο από τις γρίλιες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γριλώνω — [γρίλια] κατασκευάζω παράθυρο με γρίλιες …   Dictionary of Greek

  • γρίλωμα — το [γρίλια] το να κατασκευάζει κάποιος κάτι με γρίλιες …   Dictionary of Greek

  • γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες …   Dictionary of Greek

  • παραθυρόφυλλο — το 1. το πλαίσιο με το τζάμι του παράθυρου, αλλιώς υαλοστάσι, τζαμιλίκι: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, γιατί έρχεται κρύο. 2. το παντζούρι, το κανάτι, η γρίλια: Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, να μην μπαίνει ο ήλιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”