- γρίλια
- η(λ. γαλλ.), ξύλινες οριζόντιες σανίδες στο παντζούρι που είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μπαίνει το φως και ο αέρας: Ο ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο από τις γρίλιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.